εργασειω

εργασειω
    ἐργασείω
    ἐργᾰσείω
    [desiderat. к ἐργάζομαι См. εργαζομαι] хотеть сделать, собираться сделать
    

τί δ΄ ἐργασείεις ; Soph. — что ты намерен сделать?


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εργασειω" в других словарях:

  • εργασείω — ἐργασείω (Α) επιθυμώ να εργαστώ, να πράξω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό παράγωγο από το αοριστικό θ. εργασ τού εργάζομαι] …   Dictionary of Greek

  • ἐργασείειν — ἐργασείω long to do. be about to do pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασείεις — ἐργασείω long to do. be about to do pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργασείων — ἐργασείω long to do. be about to do pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυμασείω — (Μ) τείνω να θαυμάσω, ποθώ να θαυμάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Εφετικό τού θαυμάζω με την κατάλ. σείω (πρβλ. εργασείω)] …   Dictionary of Greek

  • κατεργάσειεν — κατά ἐργασείω long to do. be about to do imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»